Die Verben mit starkem Aorist

Zum Arbeiten mit der Tabelle muss im Browser Javascript zugelassen und unter Ansicht-Codierung "Unicode (UTF-8)" aktiviert sein.

Klicke auf ein Verb, um Bedeutung und Formen zu zeigen oder zu verstecken!
Wenn du ein Verb gekonnt hast, lass es angezeigt. Wenn du es noch nicht konntest, klicke es weg und versuche es später noch einmal.

alles anzeigen alles verstecken alle Verben Wurzelaorist Verba Liquida Verba Muta
    Futur Aorist Perfekt
αἱρέω
nehmen, Med. wählen
αἱρήσω
εἷλον
ᾕρηκα
αἱρεθήσομαι
ᾑρέθην
ᾕρημαι
αἰσθάνομαι
wahrnehmen (τινός und τι), D.M.
αἰσθήσομαι
ᾐσθόμην
ᾔσθημαι
-
-
-
ἅλλομαι
springen, D.M.
ἁλοῦμαι
ἡλόμην / ἡλάμην
-
-
-
-
ἁμαρτάνω
(ver)fehlen (τινός), irren, sündigen
ἁμαρτήσω
ἥμαρτον
ἡμάρτηκα
ἁμαρτηθήσομαι
ἡμαρτήθην
ἡμάρτημαι
ἀνακράζω
aufschreien
ἀνακράξω
ἀνέκραγον
ἀνακέκραγα
-
-
-
ἀνέχομαι
aushalten, D.M.
ἀνέξομαι
ἠνεσχόμην
ἠνέσχημαι
-
-
-
ἀπεχθάνομαι
verhasst werden, D.M.
ἀπεχθήσομαι
ἀπηχθόμην
ἀπήχθημαι
-
-
-
ἀπαγορεύω
verbieten, ermüden, versagen
ἀπερῶ
ἀπεῖπον
ἀπείρηκα
-
-
-
ἀποδίδομαι / πωλέω / πιπράσκω
verkaufen, Präs. feilbieten
ἀποδώσομαι / πωλήσω
ἀπεδόμην / ἐπώλησα
πεπώληκα / πέπρακα
πραθήσομαι
ἐπράθην
πέπραμαι
ἀποθνῄσκω
sterben
ἀποθανοῦμαι
ἀπέθανον
τέθνηκα
-
-
-
ἀπόλλυμι
verderben, töten
ἀπολῶ
ἀπώλεσα
ἀπολώλεκα
-
-
-
ἀπόλλυμαι
zugrundegehen, D. M.
ἀπολοῦμαι
ἀπωλόμην
ἀπόλωλα
-
-
-
ἀφικνέομαι
ankommen, D.M.
ἀφίξομαι
ἀφικόμην
ἀφῖγμαι
-
-
-
βάλλω
werfen
βαλῶ
ἔβαλον
βέβληκα
βληθήσομαι
ἐβλήθην
βέβλημαι
γίγνομαι
werden
γενήσομαι
ἐγενόμην
γέγονα, γεγένημαι
-
-
-
εἰμί
sein
ἔσομαι, ἔσται
ἐγενόμην
γεγένημαι / γέγονα
-
-
-
ἐπιλανθάνομαι
vergessen (τινός und τι), D.M.
ἐπιλήσομαι
ἐπελαθόμην
ἐπιλέλησμαι
-
-
-
ἕπομαι
folgen (τινί, Imperfekt: εἱπόμην), D.M.
ἕψομαι
ἑσπόμην (Konj. σπῶμαι, Opt. σποίμην, Imper. σποῦ)
-
-
-
-
ἔρχομαι
gehen, kommen (Imperfekt: ἦα, ἧκον)
εἶμι / ἥξω / ἐλεύσομαι
ἦλθον
ἐλήλυθα / ἥκω
-
-
-
ἐρωτάω
fragen
ἐρωτήσω / ἐρήσομαι
ἠρόμην / ἠρώτησα
ἠρώτηκα
ἐρωτηθήσομαι
ἠρωτήθην
ἠρώτημαι
ἐσθίω, βιβρώσκω
essen
ἔδομαι
ἔφαγον
βέβρωκα
βρωθήσομαι
ἐβρώθην
βέβρωμαι
εὑρίσκω
finden
εὑρήσω
ηὗρον / εὗρον
ηὕρηκα / εὕρηκα
εὑρεθήσομαι
ηὑρέθην / εὑρέθην
ηὕρημαι / εὕρημαι
ἔχω
haben, halten
ἕξω
ἔσχον (Konj. σχῶ, Opt. σχοίην, Imper. σχές)
ἔσχηκα
ἕξομαι / σχήσομαι
ἐσχόμην (Konj. σχῶμαι...)
ἔσχημαι
κάμνω
ermüden
καμοῦμαι
ἔκαμον
κέκμηκα
-
-
-
(κατα-)καίνω
töten
(κατα-)κανῶ
(κατ-)έκανον
(κατα-)κέκονα
-
-
-
λαγχάνω
erhalten, erlangen
λήξομαι
ἔλαχον
εἴληχα
-
-
-
λαμβάνω
nehmen, erhalten
λήψομαι
ἔλαβον
εἴληφα
ληφθήσομαι
ἐλήφθην
εἴλημμαι
λανθάνω
verborgen sein (vor jmd. τινά), m. Part. etwas heimlich tun (τινά: ohne Wissen von jmd.)
λήσω
ἔλαθον
λέληθα
-
-
-
λέγω / ἀγορεύω / φημί
reden, sprechen, sagen
ἐρῶ
εἶπον / ἔλεξα / εἶπα / ἔφησα / ἔφην (Imperf. meist mit aor. Bedeutung)
εἴρηκα
λεχθήσομαι / ῥηθήσομαι
ἐλέχθην / ἐρρήθην
λέλεγμαι / εἴρημαι
λείπω
lassen, zurücklassen
λείψω
ἔλιπον
λέλοιπα
λειφθήσομαι
ἐλειφθην
λέλειμμαι
μανθάνω
lernen
μαθήσομαι
ἔμαθον
μεμάθηκα
-
-
-
ὁράω
sehen (Imperfekt ἑώρων)
ὄψομαι
εἶδον
ἑώρακα / ὄπωπα
ὀφθήσομαι
ὤφθην
ἑώραμαι / ὦμμαι
ὀφείλω
schulden
-
ὤφελον + Inf. wenn doch!
-
-
-
-
παρέχω
gewähren, darbieten, Med. von sich aus gewähren
παρέξω, παρασχήσω
παρέσχον
παρέσχηκα
-
-
-
πάσχω
leiden, empfinden, erleben
πείσομαι
ἔπαθον
πέπονθα
-
-
-
πείθω
überreden, überzeugen; Pass. sich überreden lassen, gehorchen
πείσω
ἔπεισα
πέπεικα
πεισθήσομαι
ἐπείσθην
πέπεισμαι
πείθομαι
gehorchen, vertrauen, D.M.
πείσομαι
ἐπιθόμην
πέπεισμαι / πέποιθα
-
-
-
πίνω
trinken
πίομαι
ἔπιον
πέπωκα
ποθήσομαι
ἐπόθην
πέπομαι
πίπτω
fallen
πεσοῦμαι
ἔπεσον
πέπτωκα
-
-
-
πυνθάνομαι
erfahren, erfragen, D.M.
πεύσομαι
ἐπυθόμην
πέπυσμαι
-
-
-
τέμνω
schneiden
τεμῶ
ἔτεμον
τέτμηκα
τμηθήσομαι
ἐτμήθην
τέτμημαι
τίκτω
gebären, erzeugen
τέξομαι
ἔτεκον
τέτοκα
-
-
-
τρέχω
laufen
δραμοῦμαι
ἔδραμον
δεδράμηκα
-
-
-
τρέπω
wenden, Med. in die Flucht schlagen
τρέψω
ἔτραπον / ἔτρεψα
τέτροφα
τρεφθήσομαι / τραπήσομαι
ἐτρέφθην / ἐτράπην
τέτραμμαι
τρέπομαι
sich wenden, D.M. und D.P.
τρέψομαι
ἐτραπόμην / ἐτράπην
τέτραμμαι
-
-
-
τυγχάνω
1. bekommen, erlangen (τινός), 2. m. Part. (zufällig, gerade) etwas tun
τεύξομαι
ἔτυχον
τετύχηκα
-
-
-
ὑπισχνέομαι
versprechen, D.M.
ὑποσχήσομαι
ὑπεσχόμην
ὑπέσχημαι
-
-
-
φέρω
tragen, Pass. auch: stürzen, eilen, fahren, fliegen
οἴσω
ἤνεγκον / ἤνεγκα
ἐνήνοχα
ἐνεχθήσομαι
ἠνέχθην
ἐνήνεγμαι, -γξαι, -γκται...
φεύγω
fliehen, verbannt sein
φεύξω
ἔφυγον
πέφευγα
-
-
-

© 2007 Christiane Schwind, cdschwind@gmail.com